- σκύμνος
- Έλληνας γεωγράφος από τη Χίο (2ος αι. π.Χ.). Του έχει αποδοθεί απόσπασμα περιγραφής της γης σε ιαμβικό τρίμετρο, που περιγράφει την ακτή της Ευρώπης ως την Απολλωνία του Πόντου. Έζησε στη Βιθυνία, και αφιέρωσε το έργο του, που αποτελείται από καλές πηγές αλλά είναι γραμμένο σε σχολαστικό ύφος, στο βασιλιά Νικομήδη τον Γ΄.
* * *ο, ΝΑ1. νεογέννητο λιοντάρι λιονταράκι2. νεογνό άλλων ζώωναρχ.(ποιητ. τ.) νεογνό ανθρώπου («δέχει γὰρ τὸν Ἀχίλλειον σκύμνον ἐς οἴκους», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. συνδέεται με τη λ. σκύλαξ* «νεογνό ζώου» και εμφανίζει δυσερμήνευτο επίθημα -μνος (πρβλ. ἐρυ-μνός, πρυ-μνός, στά-μνος), ενώ, κατ' άλλους, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τού τ. σκύλαξ και τού αμάρτυρου τ. *κύμνος (< κυῶ «κυοφορώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.